- μπόλια
- η1) полотенце; 2) косынка, платок; 3) анат. сальник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόλια — η (Μ μπόλια) γυναικείο κάλυμμα τού κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρι νεοελλ. 1. προσόψιο, πετσέτα 2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπα μσν. ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia] … Dictionary of Greek
μπόλια — η (λ. βενετ.) 1. η πετσέτα του φαγητού. 2. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι, το φακιόλι, το τσεμπέρι: Στον παραδοσιακό γάμο όλες οι κοπέλες φορούσαν μπόλιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπόλιαστος — (I) η, ο [μπολιάζω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εμβολιάστηκε ακόμη 2. (για δέντρα) αυτό που δεν εμβολιάστηκε, δεν ενοφθαλμίστηκε. (II) η, ο [μπόλια] (κυρίως για γυναίκες) αυτή που δεν φοράει μπόλια, κάλυμμα στο κεφάλι … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… … Dictionary of Greek
επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
καλεμικέρι — και καλεμκερί, το λεπτό και διαφανές βαμβακερό κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών με έντυπα σχεδιάσματα, τσεμπέρι, μπόλια, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
μαγνάδι — το (Μ μαγνάδι[ο]ν) λεπτό, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού, πέπλο, μπόλια, καλύπτρα νεοελλ. κάθε λεπτό και αραιά υφασμένο πανί, όπως το πανί τής κρησάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» (μανόν > μανάδι > μαγνάδι) με ανάπτυξη γ προ τού ν… … Dictionary of Greek
μπούλα — μπούλα, ἡ (Μ) 1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο 2. Τουρκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπούλα, με ανομοιωτική αποβολή. Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μπόλια] … Dictionary of Greek